- ἕρποντας
- ἕρπωserpo)pres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσανέρπω — Α ανεβαίνω κάπου έρποντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνέρπω «ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω] … Dictionary of Greek
υπανερπύζω — Α ανέρχομαι έρποντας αργά και ανεπαίσθητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνερπύζω «ανεβαίνω έρποντας»] … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
ανέρπω — ἀνέρπω (Α) 1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω 2. ξεπηδώ, αναβλύζω … Dictionary of Greek
γεωχαρής — ές (AM γεωχαρής, ές) (για φυτά) εκείνος τού οποίου οι βλαστοί αναπτύσσονται έρποντας πάνω στο χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω (< γη) + χαρής (< *χάρος) < χαίρω (πρβλ. επιχαρής, περιχαρής) … Dictionary of Greek
ερπυσμός — Η αργή ροή ενός στερεού πάνω στο οποίο επενεργούν δυνάμεις. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου πέτρινα υπέρθυρα δοκάρια και επιτύμβιες πλάκες κάμπτονται υπό την επίδραση της βαρύτητας ύστερα από πολλά χρόνια, μεταλλικές βίδες στα θερμά τμήματα μηχανών … Dictionary of Greek
μεθερπύζω — (Α) (για τα φίδια) αποχωρώ έρποντας, υποχωρώ συρόμενος, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑρπύζω] … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
παραναδύομαι — ΜΑ [αναδύομαι] αναδύομαι δίπλα σε κάποιον ή βγαίνω από κάπου έρποντας («ὄφεις... ἐκ τοῡ κισσοῡ καὶ τῶν μυστικῶν λίκνων παραναδυόμενοι... ἐξέπληττον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek